Εργαζομένους από τρίτες χώρες, εκτός Ε.Ε., θα μπορούν να «εισάγουν» οι τουριστικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με υπουργική απόφαση, προκειμένου να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας, οι οποίες υπολογίζεται ότι θα ανέλθουν σε 75.000.
Αν και υπάρχει ενεργή κλαδική σύμβαση, με αμοιβές υψηλότερες από τις κατώτατες, οι ξενοδόχοι δεν βρίσκουν προσωπικό, ιδίως σε κάποιες ειδικότητες όπως σερβιτόροι, καμαριέρες, κηπουροί κ.ά. Το πρόβλημα επιτείνεται λόγω θεσμικών στρεβλώσεων, που ενισχύουν τη «μαύρη» εργασία.
Στις 7 Μαρτίου δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 1314) υπουργική απόφαση που εντάσσει για πρώτη φορά επισήμως τον τουρισμό στους κλάδους που μπορούν να δέχονται για εργασία πολίτες τρίτων χωρών και πλέον, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες που επικαλείται ρεπορτάζ της Ρούλας Σαλούρου στην «Καθημερινή», αναμένεται νέα απόφαση, με την οποία θα καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την έναρξη της διαδικασίας.
Ο χρόνος πιέζει, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος να χαθεί εξ ολοκλήρου το 2023, λόγω των ιδιαίτερων γραφειοκρατικών προσκομμάτων που υπάρχουν. Σε αυτή τη δεύτερη κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) θα προσδιορίζονται με σαφήνεια τόσο ο συνολικά επιτρεπόμενος αριθμός των μετακλητών εργαζομένων από χώρες όπως Αφγανιστάν, Πακιστάν, Συρία, αλλά και Αίγυπτο, όσο και οι ειδικότητες.
Να σημειωθεί ότι το προηγούμενο διάστημα, σε συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας (ΑΣΕ), είχε ξεκινήσει η συζήτηση αιτήματος από τους εργοδοτικούς φορείς του κλάδου για την εισαγωγή μετακλητών εργαζομένων από τρίτες χώρες, με την παρουσία του προέδρου της ΓΣΕΕ Γιάννη Παναγόπουλου και των εκπροσώπων της Ομοσπονδίας Εργαζομένων σε Τουρισμό και Επισιτισμό, οι οποίοι εξέφρασαν έντονες διαμαρτυρίες. Τελικά το ΑΣΕ, έπειτα από ένσταση που υπέβαλε η ΓΣΕΕ, κρίθηκε αναρμόδιο να αποφασίσει γι’ αυτό το ζήτημα.
Βάσει των εκτιμήσεων, οι ελλείψεις προσωπικού μόνο στον κλάδο του τουρισμού ενδέχεται να φθάνουν πανελλαδικά ακόμη και σε πενταψήφιο αριθμό το 2023, ιδίως σε βαριές ειδικότητες χαμηλής εξειδίκευσης.
Συγκεκριμένα, στις ήδη υπολογισμένες 60.000 κενές θέσεις εργασίας για το 2023 αναμένεται να προστεθούν περίπου 15.000 από εποχικά εργαζομένους που υπέβαλαν μεν αιτήσεις επαναπρόσληψης (η προθεσμία έληξε στο τέλος Ιανουαρίου) όμως δεν αναμένεται να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο που εργάζονταν πέρυσι, πιθανότατα γιατί θα έχουν βρει κάπου αλλού διαφορετική εργασία. Επίσης, αλλοδαποί εργαζόμενοι που τα προηγούμενα χρόνια δούλεψαν σε ξενοδοχειακές μονάδες στη χώρα μας εκτιμάται ότι φέτος θα επιλέξουν μια χώρα με καλύτερες αμοιβές.
Ετσι, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων και το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΞΞΕ) με επιστολή τους προς τα συναρμόδια υπουργεία είχαν εδώ και καιρό ζητήσει την μετάκληση εργαζομένων από τρίτες χώρες στον τομέα του τουρισμού, καθώς και αλλαγές στο σχετικό νομοθετικό πλαίσιο.
Ζητούσαν, μεταξύ άλλων, την τροποποίηση του ν. 4251/2014, ώστε να επιτραπεί και για τον τομέα του τουρισμού η μετάκληση εποχικά εργαζομένων από τρίτες χώρες, καθώς και την απλούστευση των διαδικασιών μετάκλησης, κυρίως ως προς το σκέλος που σχετίζεται με τον έλεγχο του αριθμού των εγγεγραμμένων ανέργων ανά περιφέρεια, αλλά και την επίλυση των προβλημάτων που υπάρχουν σε σχέση με τις θεωρήσεις εισόδου τύπου D στις χώρες όπου δεν διαθέτει η Ελλάδα προξενικές αρχές, με την ίδρυση ενδεχομένως visa center.
Οι εκπρόσωποι των ξενοδόχων σημείωναν πως ο κλάδος είναι ένας από τους ελάχιστους της ελληνικής οικονομίας του οποίου οι εργασιακές σχέσεις ρυθμίζονται από μια κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία μάλιστα προβλέπει συγκεκριμένες, πολύ υψηλότερες από τον κατώτατο νόμιμο μισθό, αμοιβές και θεσμικές διασφαλίσεις για τους εργαζομένους σε αυτόν.
Ο κίνδυνος
Από την πλευρά τους, βέβαια, οι εργαζόμενοι στον κλάδο, μέσω της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων σε Επισιτισμό και Τουρισμό, επισημαίνουν την ανάγκη επέκτασης της σύμβασης των ξενοδοχοϋπαλλήλων σε όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, αντιδρούν στην είσοδο 80.000 μετακλητών εργαζομένων από τρίτες χώρες κι επισημαίνουν ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν εισοδηματικές και εργασιακές ανισότητες καθώς και πρακτικές δυσκολίες, καθώς δεν είναι ξεκάθαρο, μεταξύ άλλων, με ποιους όρους αμοιβής και εργασίας θα δουλεύουν στη χώρα μας οι μετακλητοί εργαζόμενοι, πώς θα διασφαλίζονται αυτοί οι όροι και πόση διάρκεια θα έχει η σύμβασή τους.
Εγκριτοι νομικοί επισημαίνουν στην «Καθημερινή» ότι ο κατώτατος μισθός αποτελεί την ελάχιστη σθεναρή προστασία κάθε εργαζομένου στη χώρα μας, όμως στον κλάδο του τουρισμού, όπου υπάρχει ενεργή κλαδική σύμβαση, δημιουργείται ο κίνδυνος μεγάλης εισοδηματικής ανισότητας μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών
Σε ποιες ειδικότητες υπάρχει μεγάλη έλλειψη προσωπικού
Ειδικότητες εργαζομένων στον τουρισμό, τις οποίες οι Eλληνες εμφανώς δεν ενδιαφέρονται να καλύψουν, θα αναζητήσουν πλέον στο εξωτερικό οι ελληνικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία που απαιτείται. Το θέμα των ελλείψεων εργαζομένων στον τουρισμό έγινε ιδιαίτερα εμφανές πέρυσι όπου παρά τις προσφερόμενες αμοιβές, οι οποίες κινούνται άνω της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, οι ξενοδόχοι δεν κατάφεραν να καλύψουν όλες τις οργανικές θέσεις.
Το έλλειμμα στις λεγόμενες «βαριές» ειδικότητες του τουρισμού υπολογίζεται πως ανέρχεται μεταξύ 50.000 και 75.000 εργαζομένων και ενδέχεται να διευρυνθεί περαιτέρω καθώς πληθαίνει ο αριθμός των ξενοδοχείων ενώ οι Ελληνες εργαζόμενοι στρέφονται σε άλλες ειδικότητες.

Ποιες είναι όμως αυτές οι βαριές ειδικότητες; Πρόκειται κυρίως για θέσεις που σχετίζονται με την εστίαση και την καθαριότητα όπως σερβιτόροι, καμαριέρες, λαντζέρηδες αλλά και κηπουροί. Ωστόσο η ανεύρεση κατάλληλων εργαζομένων στο εξωτερικό δεν είναι εύκολη υπόθεση καθώς το εποχικό προσωπικό που συνήθως ερχόταν από χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη ΝΑ Ευρώπη έχει στραφεί σε άλλες αγορές, στη δυτική Μεσόγειο.
Οπως και στις κατασκευές υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εργαζομένους από την Αίγυπτο όπου υπάρχει εμπειρία στον τουρισμό αλλά και υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα δεν έχει προσδιοριστεί ο αριθμός των εργαζομένων που θα επιτραπεί να εισαχθούν, ούτε οι ειδικότητές τους.
Εκτιμάται όμως πως αν φέτος ξεκινήσει η διαδικασία αυτή, τότε το 2024 θα αποτελεί δοκιμασμένη λύση και θα μπορέσει να καλύψει ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό των αναγκών.
Πηγή: kathimerini.gr