Το Γεωπάρκο της Σητείας βρίσκεται στο πιο ανατολικό τμήμα της Κρήτης και εντάχθηκε στο Δίκτυο των Παγκόσμιων Γεωπάρκων της UNESCO το 2015.

Περιλαμβάνει μία πολύ μεγάλη έκταση, συνολικού εμβαδού 516.7 τετραγωνικών χιλιομέτρων), η οποία καλύπτει σχεδόν το σύνολο του σημερινού Δήμου Σητείας

Ο Δήμος της Σητείας διακρίνεται περαιτέρω στις Δημοτικές Ενότητες Σητείας (βορειοδυτικό τμήμα), Ιτάνου (βορειοανατολικό τμήμα) και Λεύκης (νότιο τμήμα).
Είναι κατά βάση μία ημι-ορεινή περιοχή με τα όρη της Ζάκρου και της Θρυπτής να δεσπόζουν στο ανάγλυφο, πλαισιωμένα από τις δαντελωτές ακτογραμμές, που χαρακτηρίζουν το σύνολο της παράκτιας ζώνης.
Το Γεωπάρκο χαρακτηρίζεται από μία ευρεία ποικιλία στοιχείων του αβιοτικού και βιοτικού περιβάλλοντος και αποτελεί έναν μοναδικό γεωτουριστικό προορισμό.

Γεωλογία
Το Γεωπάρκο Σητείας χαρακτηρίζεται από πολύ πλούσια γεωκληρονομιά η οποία περιλαμβάνει εντυπωσιακά πετρώματα από τις βασικότερες αλπικές τεκτονικές ενότητες, ιδιαίτερους σχηματισμούς και γεωμορφές στις μεταλπικές ενότητες, χαρακτηριστικές τεκτονικές και μικροτεκτονικές δομές, καθώς και πλούτο απολιθωμάτων.
Στο Γεωπάρκο Σητείας εμφανίζονται οι βασικές αλπικές ενότητες της Κρήτης, που είναι οι «Πλακωδών Ασβεστολίθων», «Φυλλιτών – Χαλαζιτών», «Τρίπολης» και «Μαγκασά». Επίσης, το Πάρκο περιλαμβάνει μεγάλες ιζηματογενείς σειρές από τις μεταλπικές ενότητες και ειδικότερα πετρώματα των περιόδων «μειόκαινο», «πλειόκαινο» και «πλειστόκαινο».
Φυσικό Περιβάλλον
Η ανατολική Κρήτη και ιδίως η περιοχή της Σητείας είναι μια από τις πιο σημαντικές και ιδιαίτερες περιβαλλοντικά περιοχές της Κρήτης. Η γεωγραφική της θέση στο ανατολικό άκρο του νησιού που επέτρεψε την ανταλλαγή ειδών από τη Μικρά Ασία, σε συνδυασμό με το έντονα ξηροθερμικό κλίμα που επικρατεί στην περιοχή, δημιούργησε ένα μωσαϊκό οικοτόπων και οικοσυστημάτων, μερικά από τα οποία, όπως το φοινικόδασος του Βάι, είναι μοναδικά για την περιοχή της Μεσογείου.

Οικότοποι
Τα οικοσυστήματα που επικρατούν στην περιοχή είναι κυρίως οι θαμνότοποι, η χαμηλή δηλαδή βλάστηση που αποτελείται κυρίως από φρύγανα, αρωματικά φυτά και τα αντίστοιχα ασπόνδυλα, ερπετά και θηλαστικά που ζουν σε αυτές τις περιοχές. Μεγάλα δασικά οικοσυστήματα ή συστάδες δένδρων δεν εμφανίζονται στην περιοχή, εκτός από το Φοινικόδασος του Βάι όπου κυριαρχεί ο φοίνικας του Θεόφραστου (Phoenix theophrasti), και τις μικρές συγκεντρώσεις πρίνων (Quercus coccifera), πλατάνων (Platanus orientalis) και χαρουπιών (Ceratonia siliqua), συνήθως μέσα σε φαράγγια και ρεματιές.

Οι οικότοποι που παρατηρούνται στην περιοχή και έχουν καταγραφεί στις περιοχές του δικτύου NATURA 2000 είναι οι συγκεντρώσεις αρκεύθων (Juniperus prhoenicea) σε παραθαλάσσιες αμμοθίνες όπως στην περιοχή Χρυσή Άμμος στο Βάι και στην παραλία Κατσουνάκι στον Ξερόκαμπο, η θαμνώδης βλάστηση και τα φρύγανα που κυριαρχούν σε όλη την περιοχή του πάρκου, τα μεσογειακά οικοσυστήματα στεππικής φυσιογνωμίας με αγροστώδη της ορεινής ζώνης, οι βραχώδεις οικότοποι στις απότομες πλαγιές και τα φαράγγια, οι ποταμοί της Μεσογείου με περιοδική ροή, οι συστάδες φοίνικα του Θεόφραστου, τα υγροτοπικά συστήματα και οι Μεσογειακές μικρές λίμνες που περιοδικά κατακλύζονται με νερά και τέλος η γεωργική γη και οι καλλιέργειες, κυρίως με αμπελώνες και ελαιώνες.

Χλωρίδα
Το φυσικό πάρκο της Σητείας παρουσιάζει ιδιαίτερο χλωριδικό ενδιαφέρον. Ανάμεσα σε εκατοντάδες είδη φυτών που φιλοξενεί υπάρχουν πολλά ενδημικά που θα τα συναντήσουμε σ’ ολόκληρη την Κρήτη, ενδημικά Κρήτης και Κάσου, καθώς και μοναδικά είδη, γνωστά μόνο από το νοτιοανατολικό Αιγαίο. Το σύνολο της περιοχής ανήκει στην Μεσογειακή Ζώνη Βλάστησης με κυρίαρχες τη φρυγανική. Οι εναλλαγές στην βλάστηση είναι μικρές με κάποιες λίγες εξαιρέσεις σε περιοχές όπως στο Φοινικόδασος του Βάι και γύρω από αυτό καθώς και σε κάποια φαράγγια με έντονη παρουσία νερού, τουλάχιστον κατά τους χειμερινούς μήνες (φαράγγι Ζάκρου, Ξηρόκαμπου, Χοχλακιών). Σημαντική, όσον αφορά στη διαμόρφωση της χλωρίδας, είναι και η ύπαρξη μεγάλων εκτάσεων ελαιόδεντρων, αμπελώνων και άλλων δενδρωδών καλλιεργειών.

Στα φρύγανα που καλύπτουν πολλές περιοχές του Πάρκου, τόσο στην παράκτια όσο και την ορεινή ζώνη, κυριαρχούν οι χαμηλοί, αγκαθωτοί και σφαιρικοί θάμνοι, όπως η αστοιβίδα (Sarcopoterium spinosum), το θυμάρι (Coridothymus capitatus), το αχινοπόδι (Genista acanthoclada), η θρύμπα (Satureja thymbra) και η γαλαστοιβή (Euphorbia acanthothamnos). Μαζί με αυτά συνυπάρχουν και μη αγκαθωτοί θάμνοι όπως το ρείκι (Erica manipuliflora), η Ballota acetabulosa, το φασκόμηλο (Salvia fruticosa) και η λαδανιά (Cistus creticus, Cistus salviifolius). Σε μικρότερες εκτάσεις συναντώνται και ψηλότεροι θάμνοι που σχηματίζουν τη μακκία βλάστηση και αποτελούνται από σκίνους (Pistacia lentiscus), ασπάλαθους (Calicotome villosa), αγριελιές (Olea europaea subsp. Oleaster), άρκευθους (Juniperus phoenicea), πουρνάρια (Quercus coccifera), χαρουπιές (Ceratonia siliqua), Osyris alba, πικροδάφνες (Phlomis fruticosa) και φλόμους (Euphorbia dendroides). Μέσα στις ρεματιές επίσης της περιοχής της Ζάκρου όπου η παρουσία νερού είναι άφθονη φύονται πλατάνια, (Platanus orientalis), πικροδάφνες (Nerium oleander) και λυγαριές (Vitex agnus castus).
Τα φαράγγια της περιοχής αποτελούν ένα καταφύγιο για πολλά και σημαντικά είδη χλωρίδας της περιοχής. Ιδιαίτερα το φαράγγι της Κάτω Ζάκρου και των Χοχλακιών φιλοξενούν ένα μεγάλο αριθμό φυτών και προσελκύουν πλήθος μελετητών και παρατηρητών κάθε χρόνο. Χαρακτηριστικά είδη που φιλοξενούνται στους κατακόρυφους ασβεστολιθικούς βράχους και στην κοίτη των ρεμάτων είναι η Αristolochia cretica, το Delphinium staphisagria, το αγριογαρύφαλλο (Dianthus juniperinus), η Εuphorbia dendroides, η Lecokia cretica, η Εphedra cambylopoda, η Nepeta melissifolia , η κάπαρη (Capparis spinosa), το Dracunculus vulgaris, καμπανούλες (Campanula pelviformis και Campanula spatulata ssp. Filicaulis), οι αγκαραθιές (Phlomis lanata), η ρίγανη (Origanum onites), η Tulipa saxatilis και πολλά είδη ορχιδέας.
Στις παράκτιες περιοχές εμφανίζονται αποκλειστικά ποώδη φυτά με κυρίαρχο τα αμάραντα (Limonium greacum) και το ενδημικό Limonium sitiacu, ενώ στις παραλίες Κατσουνάκι και στην Άργιλοs Ξερόκαμπου θα συναντήσουμε και το κρινάκι της θάλασσας (Pancratium maritimum).
Πανίδα
Η περιοχή της Σητείας λόγω της ιδιαίτερης γεωγραφικής της θέσης φιλοξενεί ένα μεγάλο αριθμό από τα χαρακτηριστικά ζώα του νησιού και ιδιαίτερα τα μεταναστευτικά πουλιά. Είκοσι από τα είδη των πτηνών που έχουν παρατηρηθεί στην περιοχή (αποδημητικά, επιδημητικά) βρίσκονται στο Κόκκινο Βιβλίο των απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας.

Πτηνά τα οποία μπορεί να παρατηρήσει ο επισκέπτης στις παράκτιες περιοχές είναι ο λευκοτσικνιάς (Egretta garzetta), ο αρτέμης (Colonectris diomedea), ο θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis), ο υδροβάτης (Hydrobates pelaficus), ο καλαμόκιρκος (Circus aeruginosus), ο αιγαιόγλαρος (Larus audiouinii) και ο κοκκινοκέφαλος (Lanius sanator sanator). Από τα αρπακτικά και πτωματοφάγα πτηνά, τα πιο χαρακτηριστικά είναι ο μαυροπετρίτης (Falco eleonorae), ο χρυσαετός ή βιτσίλα (Aquila chrysaetos), ο πετρίτης (Falco peregrinus), η γερακίνα (Buteo buteo), το κιρκινέζι (Falco naumanni), το όρνιο (Gyps fulvus) και ο γυπαετός (Gypaetus barbatus). Ο γυπαετός περιστασιακά εμφανίζεται στην περιοχή και είναι από τα σημαντικότερα είδη του νησιού αφού ο κρητικός πληθυσμός είναι ο μοναδικός αναπαραγόμενος σε όλα τα Βαλκάνια.

Όσον αφορά στα θηλαστικά έχουν καταγραφεί 14 είδη στην περιοχή του Πάρκου, τα τέσσερα από οποία είναι κητώδη, όπως τα αυστηρά προστατευόμενα ρινοδέλφινο (Tursiops truncatus) και μεσογειακή φώκια (Monachus monachus), το Ζωνοδέλφινο (Stenella coruleoalba) και το κοινό δελφίνι (Delphinus delphis). Από τα χερσαία θηλαστικά τα πιο χαρακτηριστικά είναι ο λαγός (Lepus europaeus), η νυφίτσα (Mustela nivalis), το κουνάβι (Martes foina bumites), ο ασβός (Meles meles), και ο ακανθοποντικός (Acomys minous), ενώ μέσα στα σπήλαια συναντούνται οι νυκτερίδες Pipistrellus savii που είναι αυστηρά προστατευόμενο είδος.
Πολλά από τα οκτώ είδη ερπετών και δύο από τα τρία είδη αμφίβιων της περιοχής περιλαμβάνονται στην οδηγία 92/43 ΕΟΚ και στην Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης. Στην περιοχή συναντούνται και τα τρία είδη αμφιβίων της Κρήτης, ο πράσινος φρύνος (Bufo viridis), ο δεντροβάτραχος (Hyla arborea cretensis), ενδημικό είδος στη Κρήτη και το μοναδικό είδος δεντροβάτραχου στην Ευρώπη και ο κοινός λιμνοβάτραχος (Rama ridibunda).
Από τα πιο σημαντικά ερπετά της περιοχής είναι η ποταμοχελώνα (Mauremis caspica), το μοναδικό είδος νεροχελώνας στη Κρήτη που παρατηρείται σε ρυάκια στο φοινικόδασος του Βάι, στο φαράγγι στη μονή Τοπλού και κυρίως στην Κάτω Ζάκρο. Επίσης, η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta αναπαράγεται στις αμμώδεις παραλίες στου φοινικόδασους του Βάι, στον Κουρεμένο και στον Ξερόκαμπο. Πολύ σημαντικά είδη για την περιοχή είναι οι σαύρες Podarcis cretensis που είναι το μοναδικό ενδημικό είδος σαύρας του νησιού και το λιακόνι (Chalcides ocellatus), το οποίο κατανέμεται στην Ιταλία, την Ελλάδα και τη Βόρεια Αφρική και λανθασμένα στην Κρήτη θεωρείται δηλητηριώδες.
Από τα φίδια της περιοχής κανένα δεν είναι επικίνδυνο για τον άνθρωπο. Η δενδρογαλιά (Coluber gemonensis) και το σπιτόφιδο (Elaphe situla), το ομορφότερο φίδι της Ελλάδας, είναι εντελώς ακίνδυνα για τον άνθρωπο, ενώ το αγιόφιδο (Telescopus fallax) είναι το μοναδικό φίδι του νησιού με δηλητήριο που όμως είναι πολύ ασθενές και εκκρίνεται από τα πίσω δόντια του στόματος, γεγονός που το καθιστά ουσιαστικά ακίνδυνο.
Ενδημικά
Η Bellevalia sitiaca είναι επίσης ενδημική του ανατολικού τμήματος του νομού Λασιθίου και φυτρώνει σε βραχώδεις θέσεις χαμηλών υψομέτρων, ενώ τα παραθαλάσσια βράχια της περιοχής φιλοξενούν δύο ακόμη ενδημικά είδη της Κάσου και του βορειοανατολικού άκρου της Κρήτης: το Limonium sitiacum και την Carlina sitiensis. Σημαντικά επίσης είδη για την περιοχή είναι η Viola scorpiuroides και το Allium longanum, δύο αφρικανικά είδη εξαιρετικά σημαντικά για την Ευρώπη αφού η εξάπλωση τους περιορίζεται στην Κρήτη και τα Κύθηρα, καθώς και η Centaurea aegiolophila, ένα είδος της Ανατολικής Μεσογείου επίσης πολύ σημαντικό για την Ευρώπη αφού οι χώροι εξάπλωσης του περιορίζονται μόνο στην περιοχή του Β.Α. Κρήτης, κυρίως στην παραλιακή ζώνη Πλακοπούλες και Χιόνας.
Οσον αφορά στα ενδημικά είδη, στην περιοχή εξαπλώνονται δύο κινδυνεύοντα είδη Σιληνής. Οι αμμώδεις παραλίες του Κουρεμένου φιλοξενούν πληθυσμούς του ενδημικού υποείδους της ανατολικής Κρήτης Silene ammophila subsp. ammophila, ενώ η νησίδα του όρμου του Βάι αποτελεί το νοτιότερο όριο εξάπλωσης της Σιληνής του Χόλτζμαν, ενδημικής του νοτιοανατολικού Αιγαίου (Silene holzmannii). To ακρωτήριο Κάβο Σίδερο φιλοξενεί επίσης δύο στενά ενδημικά είδη: την Anthemis filicaulis και την Asperula crassula, των οποίων ο παγκόσμιος πληθυσμός περιορίζεται μόνο στο συγκεκριμένο ακρωτήριο!

Ο φοίνικας του Θεόφραστου (Phoenix theophrasti) χαρακτηρίζεται σαν τρωτός στον Κόκκινο Κατάλογο της IUCN και προστατεύεται από την ελληνική νομοθεσία. Υποπληθυσμοί του φιλοξενούνται σήμερα σε ελάχιστες περιοχές της Κρήτης, με σπουδαιότερο και πολυπληθέστερο, αυτόν στο Βάι όπου και σχηματίζει το πασίγνωστο φοινικόδασος.
Άλλα σημαντικά ενδημικά είδη χλωρίδας που μπορεί κανείς να συναντήσει στην περιοχή είναι τα Campanula creutzburgii, Cirsium creticum , Crepis cretica, Cyclamen creticum, Galium graecum, Nepeta melissifolia, Petromarula pinnata, Symphytum creticum, Tulipa cretica. Σε κάθετα βράχια της περιοχής φυτρώνουν επίσης πολυετή χασμόφυτα όπως το Origanum calcaratum, ενδημικό του νοτιοανατολικού Αιγαίου με μοναδική εξάπλωση στην Κρήτη μεταξύ των χωριών Ρούσσα Εκκλησιά και Κρυονέρι, η στενοενδημική της επαρχίας Σητείας, Thymbra calostachya και το ενδημικό της Κρήτης πλουμί ή αρχοντόξυλο (Ebenos creticum). Επίσης στους ασβεστολιθικούς βράχους κυριαρχούν το άγριο γαρύφαλλο (Dianthus juniperinus) και η κάπαρη (Capparis spinosa).
Ιστορία
Η επαρχία Σητείας βρίθει αρχαιολογικών θέσεων, τόπων μνήμης και ιστορίας. Το παρελθόν της Ανατολικής Κρήτης μελετάται εντατικά ήδη από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν περιηγητές και μελετητές κατέφθαναν για να καταγράψουν την ιστορία της, ενώ τότε ξεκίνησαν και οι πρώτες ανασκαφές.
Η Νεολιθική παρουσία στο ανατολικό άκρο της Κρήτης επιβεβαιώνεται από ποικίλα ευρήματα, σκεύη και εργαλεία, όπως αυτά της σημαντικής νεολιθικής οικίας στο Μαγκασά και σπηλαίων όπως το Μικρό Κατωφύγι και τα Πελεκητά.
Κατά την Εποχή του Χαλκού το ανατολικό άκρο του νησιού, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, αποτέλεσε την πύλη της Κρήτης προς τα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου. Η οργάνωση του εμπορίου, οι συναλλαγές και η συγκέντρωση αγαθών οδήγησαν στη δημιουργία μεγάλων αστικών κέντρων, όπως το Παλαίκαστρο. Ακόμα ο Πετράς και η Ζάκρος υπήρξαν πόλεις-λιμάνια με κεντρικά κτήρια δημόσιου χαρακτήρα και δραστηριότητες τόσο διοικητικές, όσο και θρησκευτικές, στο πρότυπο των υπόλοιπων μινωικών «ανακτόρων».

Πάνω από τα ερείπια του Παλαικάστρου συναντάμε από τη Γεωμετρική περίοδο και έπειτα τον περίφημο ναό του Δικταίου Διός, για τον έλεγχο και τα πλούσια εισοδήματα του οποίου βρίσκονταν σε συνεχή διαμάχη οι τρεις ισχυρότερες πόλεις της Ανατολικής Κρήτης των ιστορικών χρόνων: η Πραισός, η Ίτανος και η Ιεράπυτνα. Από αυτές η Πραισός (βόρεια του Χανδρά) θεωρήθηκε κέντρο των Ετεοκρητών, των παλαιών δηλαδή κατοίκων του νησιού που αποσύρθηκαν εδώ μετά την εισβολή των Δωριέων περισώζοντας το «μινωικό» χαρακτήρα της γλώσσας, της θρησκείας και της λατρείας τους. Η Ίτανος, υπήρξε σπουδαίο λιμάνι και σταθμός διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Κρήτης, που πλούτισε από το εμπόριο πρώτων υλών με τους Φοίνικες και διατήρησε την αίγλη της μέχρι την εγκατάσταση των Ρωμαίων στο νησί. Οι πόλεις αυτές κατά την Κλασική περίοδο είχαν το δικό τους πολίτευμα (βασιλεία, δημοκρατία) και λειτουργούν στο πρότυπο των πόλεων-κρατών του ηπειρωτικού χώρου. Συχνά μαρτυρούνται αντιπαλότητες και πόλεμοι μεταξύ τους μέχρι την Ελληνιστική Περίοδο.
Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η οικονομία του νησιού είναι κυρίως αγροτική και ποιμενική. Το πλήθος όμως των παλαιοχριστιανικών ναών, όπως εκείνων της Ιτάνου, αποτελεί ταυτόχρονα μαρτυρία σχετικού πλούτου και σταθερότητας. Από τα μέσα του 7ου μ. Χ. αιώνα αρχίζει να διαφαίνεται η αραβική απειλή και τα κρητικά παράλια συχνά υπέφεραν από τις επιδρομές του αραβικού στόλου (π.χ. καταστροφή Ιτάνου). Κατά την εγκατάσταση των Αράβων στην Κρήτη ιδρύεται ένα ιδιότυπο αραβικό εμιράτο που στηρίζει την επιβίωσή του στην πειρατεία και στην οικονομική καταπίεση του ντόπιου πληθυσμού. Με την ανάκτηση της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά (961 μ.Χ.) και την επανασύνδεσή της με τον κορμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ξεκινάει μια νέα περίοδος στην ιστορία της.
Στις αρχές του 17ου αιώνα δημιουργήθηκε το κορυφαίο έργο της κρητικής λογοτεχνίας, ο «Ερωτόκριτος», έμμετρο ερωτικό ποίημα του Σητειακού Βιτσέντζου Κορνάρου. Σήμερα επίσης συναντάμε λαμπρά δείγματα της εποχής εκείνης, όπως την ιστορική σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Ακρωτηριανής ή Τοπλού, έργο του 15ου αιώνα, αλλά και τα χωριά Ετιά και Βόιλα, όπου σώζονται σημαντικά βενετσιάνικα κτίσματα (πύργοι, ναοί, οικίες).
Με πληροφορίες από τον ιστότοπο: www.sitia-geopark.gr