Μια σειρά άρθρων παρουσίασης των οινικών περιοχών της Ελλάδας, από την sommelier Φωτεινή Καποκάκη* για το Filoxenianews.gr
Η ελληνική γαστρονομία και το ελληνικό κρασί θα πρέπει να θεωρούνται αναπόσπαστο κομμάτι του τουριστικού προιόντος, γιατί αναβαθμίζουν την ταξιδιωτική εμπειρία και μπορούν να αποτελέσουν συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας έναντι άλλων ανταγωνιστικών.
Το ελληνικό κρασί μετρά μια μακρά ιστορία με πλήθος γηγενών ποικιλιών αλλά και διαφορετικών terroir. Το αμπέλι καλλιεργείται απ’τον Βορρά μέχρι τον Νότο στοχεύοντας στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα αν αναλογιστεί κανείς ότι η περιοχή του Μπορντό στην Γαλλία παράγει περίπου δύο φορές περισσότερο κρασί από όσο παράγει η χώρα μας.
Στην παρούσα σειρά άρθρων θα γίνει μια περιήγηση στις οινικές περιοχές της Ελλάδος στο πλαίσιο της γνωριμίας μας με τα κρασιά της και την ιστορία τους, ξεκινώντας από την Κρήτη.
Το αμπέλι καλλιεργείται στην Κρήτη, όπως μαρτυρούν όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα, εδώ και 4000 χρόνια, καθώς το αρχαιότερο πατητήρι (ηλικίας μεγαλύτερης των 3500 χρόνων) βρέθηκε στην περιοχή του Βαθυπέτρου, ενώ στην Κάτω Ζάκρο ανακαλύφθηκε και το αρχαιότερο καλλιεργούμενο αμπέλι.
Ο κρητικός αμπελώνας καλύπτει το 1/5 της παραγώγης τον ελληνικών κρασιών με περίπου 24 γηγενείς ποικιλίες απ’τις οποίες οινοποιούνται οι 11. Βρίσκεται κυρίως στην βόρεια πλευρά του νησιού για να προστατεύεται από τους θερμούς ανέμους του Λιβυκού αλλά και να δροσίζεται από την αύρα του Αιγαίου και Κρητικού πελάγους.
Στα δυτικά του νησιού, τα Χανιά, δεν έχουν τον όγκο παραγωγής του Ηρακλείου, παρουσιάζουν όμως έντονη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Η ποικιλία που κυριαρχεί στον νομό είναι το Ρωμέικο, ένα ερυθρωπό σταφύλι που συμμετείχε παραδοσιακά στην οινοποίηση του Μαρουβά, ένα κρασί τύπου Sherry, παλαιώμενο σε βαρέλια με οξειδωτικό χαρακτήρα και υψηλό αλκοόλ που συνόδευε το γαμοπίλαφο σ’ όλα τα κρητικά γλεντιά. Το ρωμέικο μπορεί να κυριαρχεί στις φυτεύσεις του νομού Χανιών όμως δεν καλλιεργείται σχεδόν καθόλου στους άλλους νομούς. Τα τελευταία χρόνια συναντούμε την ποικιλία και σε επιδόρπια κρασιά από λιαστά σταφύλια αλλά και σε μια λευκή ξηρή εκδοχή από το Κτήμα Μανουσάκη καθώς και σ’ένα αφρώδη οίνο, μια συνεργασία του κτήματος με το κτήμα Καρανίκα σ’ένα χαρμάνι από ρωμέικο και ξινόμαυρο.
Αλλή μια ποικιλία που καλλιεργείται στον νομό και πλέον έχει καθιερωθεί στον κρητικό αμπελώνα είναι το Μοσχάτο Σπίνας, ένας κλώνος του Μοσχάτου Άσπρου που προέρχεται από το χωριό Σπίνα στην επαρχία Σελίνου και δίνει κρασιά αρωματικά με όγκο και πλούτο.
Σημαντικό ρόλο στην αμπελοκαλλιέργια έχουν παίξει και οι ξενικές ποικιλίες, περισσότερο όμως απ’την περιοχή του Ροδάνου της Γαλλίας. Syrah, Grenache, Mourverde, Roussanne φύονται στον νομό και έχουν ενσωματωθεί πλήρως στο κλίμα της περιοχής.
Μεταφερόμαστε στον νομό Ρεθύμνου, μια όχι και τόσο ιδιαίτερα αναπτυγμένη οινικά περιόχη (η πρώτη εμφιάλωση κρασιού ξεκίνησε το 2007) που όμως εξελίσσεται από νέους ανθρώπους με γνώσεις και όραμα για το κρασί με σκοπό την ανάδειξή της στον οινικό χάρτη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα κρασιά της οινολόγου Ηλιάνας Μαλιχίν και του συνεργάτη της αμπελουργού Σπύρου Χρυσού με εξαιρετικές εμφιαλώσεις της νούμερο ένα ποικιλίας στην Κρήτη, το Βιδιανό, μια ποικιλιά με καταγωγή από το Ρέθυμνο , ιδιαίτερης δυναμικής που μπορεί να παράξει από φρέσκα αρωματικά, παλαιώμενα σε βαρέλι, φυσικά ακόμα και αφρώδη κρασιά.
Διπλά ακριβώς, το Ηράκλειο αποτελεί σημαντικό κομμάτι του κρητικού αμπελώνα, μιας και από τις 7 Π.Ο.Π οινοπαραγωγικές ζώνες της Κρήτης, οι 5 βρίσκονται στο Ηράκλειο.
Η ζώνη Π.Ο.Π Δαφνές βρίσκεται 18χλμ απ’το Ηράκλειο, δυτικά του αμπελώνα των Αρχανών και εκτείνεται στις ανατολικές πλαγιές του Ψηλορείτη σε υψόμετρο 300-500μ. Είναι η μεγαλύτερη απ’τις υπόλοιπες ζώνες και τα κρασιά που παράγονται στη συγκεκριμένη ζώνη είναι ερυθρά από την ποικιλία Λιάτικο είτε ξηρά, είτε γλυκά από λιαστά σταφύλια.
Η ζώνη Π.Ο.Π Πεζά εκτείνεται κεντρικά και βόρεια του νομού και περιλαμβάνει τους ερυθρούς οίνους από το χαρμάνι Κοτσιφάλι-Μανδηλάρι(σε μεγαλύτερο ποσοστό το Κοτσιφάλι) και τους λευκούς οίνους από την ποικιλία Βηλάνα. Το Κοτσιφάλι είναι μια γηγενής ποικιλιά της Κρήτης που δίνει κρασιά με υψηλό αλκοόλ στερείται όμως σε τανίνες, οξύτητα και χρώμα, κάτι που υπάρχει σε αφθονία στην Μανδηλαριά, εξ ου και το πάντρεμα των δύο ποικιλιών. Όσο για την Βηλάνα, είναι μια ποικιλία κάπως παρεξηγημένη, καθώς οι παραγωγοί παλαιότερα στόχευαν περισσότερο στην ποσότητα παρά στην ποιότητα με μεγάλες στρεμματικές αποδόσεις, κάτι που τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει με τους παραγωγούς να της δίνουν την προσοχή που της αξιζεί. Το χαρμάνι Κοτσιφάλι-Μανδηλάρι θα το βρούμε και στην ζώνη Π.Ο.Π Αρχάνες μια ζώνη μόνο για ερυθρούς ξηρούς οίνους, λιγότερο αναπτυγμένη σε σχέση με την ζώνη Πεζών,με το Μανδηλάρι να κυριαρχεί ίσως περισσότερο στο χαρμάνι.
Οι δύο τελευταίες ζώνες, Malvasia Χάνδακας Candia και Χάνδακας Candia, θεσπίστηκαν το 2011, είναι πιο διευρυμένες και συμπεριλαμβάνουν όλες τις ζώνες του Ηρακλείου. Η Malvasia Χάνδακας Candia, παράγει γλύκα κρασιά από ένα χαρμάνι λευκών ποικιλιών όπως Βηλάνα, Βιδιανό, Μοσχατό Σπίνας, Ασύρτικο κ.α. Στην ζώνη Χάνδακας Candia θα βρούμε λευκά ξηρά κρασιά από την Βηλάνα, ένα μικρό ποσοστό από άλλες λευκές ποικιλίες και ερυθρά ξηρά κρασιά με το κλασικό κρητικό χαρμάνι κοτσιφάλι-μανδηλάρι.
Στον νομό καλλιεργούνται και ξενικές αλλά και γηγενείς ξεχασμένες κρητικές ποικιλίες όπως το Δαφνί, το Πλυτό και το Μελισσάκι από το Κτήμα Λυραράκη που έχει επενδύσει όλα αυτά τα χρόνια στο να τις διασώσει και να αναδείξει την δυναμική τους.
Στο ανατολικό άκρο της Κρήτης, ο νομός Λασιθίου παρουσιάζει οινικό ενδιαφέρον στην περιοχή της Σητείας με την ζώνη οίνου Π.Ο.Π Σητείας να παράγει λευκά αλλά και ερυθρά κρασιά. Τα λευκά κρασιά της ζώνης είναι ξηρά από ένα χαρμάνι των ποικιλιών Βηλάνα και σε μικρότερο ποσοστό Θραψαθήρι, ενώ τα ερυθρά κρασιά μπορεί να είναι είτε ξηρά, είτε γλυκά, από την ποικιλία Λιάτικο που όμως εδώ στο χαρμάνι προστίθεται και ένα μικρό ποσοστό Μανδηλαριάς. Λευκά γλυκά κρασιά από λιαστά σταφύλια μας δίνει η ζώνη Π.Ο.Π Malvasia Σητεία με ένα χαρμάνι λευκών ποικιλιών όπως στην ζώνη Malvasia Χάνδακας Candia.
Στο σύνολό της η Κρήτη αποτελεί την πλέον ανερχόμενη περιοχή στον οινικό χάρτη της Ελλάδος με το δίκτυο οινοποιών Κρήτης από το 2006 να κάνει εξαιρετική δουλειά στην προώθηση του κρητικού κρασιού. Παράλληλα οι παραγωγοί του νησιού δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο αμπέλι και επιμένουν στις τοπικές ποικιλίες του νησιού διατηρώντας την παράδοση. Ταυτόχρονα όμως, δεν λείπουν και οι πειραματισμοί, δίνοντας έτσι μια νεά ώθηση στον κρητικό αμπελώνα.
*Η Φωτεινή Καποκάκη διαθέτει WSET πιστοποίηση επιπέδου 3 και εργάζεται σε ξενοδοχεία 5 αστέρων της περιοχής του Ηρακλείου.
